σοβαρός

σοβαρός
σοβ-ᾰρός, ά, όν, ([etym.] σοβέω)
A rushing, violent, ἄνεμος . . φέρεται ς. Ar.Nu. 406;

σ. κατέχει αὔρα Id.Pax944

;

ὡς σ. εἰσελήλυθεν ὁ συκοφάντης Id.Pl.872

;

ὁ σ. ἡμῖν ἀρτίως καὶ πολεμικός . . κλάει κατακλινείς Men.Pk.52

; λίαν ἦν θρασὺς καὶ σ. [ὁ Ἔρως] Aristopho 11.5. Adv. -ρῶς, opp. ἥσυχος, ἠρέμα, Ar.Pax83.
II swaggering, pompous, haughty: of a horse,= γαῦρος, X.Eq.10.17;

σ. καὶ ὀλίγωρος D.59.37

; σ. αὐχένες, ὀφρύες, AP 5.27,91 (both Rufin.);

σοβαρὸς τῇ χαίτῃ Luc.Zeux.5

;

σοβαρὸν γελᾶν Pl.Epigr.4.1

, Theoc.20.15. Adv.

-ρῶς Plb.3.72.13

, Plu.Alc.4.
b proud, λόγοι ἀδεεῖς καὶ ς. Id.Pyrrh.18; fearless, dub. in Epicur. Sent.Vat.45.
2 of things, σ. μέλος a rousing tune, Ar.Ach.674; imposing, [στολή] Plu.Alex.45; of a triumphal procession, Id.Sull. 34; σοβαρωτέρα τιμῇ at a more impressive price, Ael.NA16.32;

σ. ἀναθήματα Id.Fr.67

. Adv. -ρῶς ib.70.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σοβαρός — rushing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… …   Dictionary of Greek

  • σοβαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. συγκρατημένος, μετρημένος, αξιοπρεπής: Ο μεγάλος γιος του είναι πολύ σοβαρός. 2. λιγομίλητος, αυστηρός: Είναι σοβαρός και δε μιλάει πολύ. 3. σπουδαίος, αυτός που έχει βαρύτητα: Μας κάλεσε για να συζητήσουμε ένα σοβαρό θέμα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβαρά — σοβαρός rushing neut nom/voc/acc pl σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc/acc dual σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτερον — σοβαρός rushing adverbial comp σοβαρός rushing masc acc comp sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέραις — σοβαρός rushing fem dat comp pl σοβαρωτέρᾱͅς , σοβαρός rushing fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρωτέρων — σοβαρός rushing fem gen comp pl σοβαρός rushing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρῶν — σοβαρός rushing fem gen pl σοβαρός rushing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρόν — σοβαρός rushing masc acc sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτατα — σοβαρός rushing adverbial superl σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβαρώτατον — σοβαρός rushing masc acc superl sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”